Στα καλά καθούμενα η φίλη μου σήκωσε το φόρεμά της εν ώρα
λειτουργίας στην εκκλησία του Άη Γιώργη· ήταν μια εκκλησία μέσα στους γύφτους.
Γκεζεράγανε παντού στον περίβολο πουλώντας κεριά, ζητούσαν ελεημοσύνη και
κολλούσαν μασημένες τσίχλες στις μαρμάρινες κολόνες. Στο κέφι τους πάνω
ξιφομαχούσαν με τα κεριά, έπιαναν τους κώλους των περαστικών ξεφωνίζοντας ή
έπαιζαν ανατολίτικα τραγούδια με τρυπημένα καλαμάκια, ακόμη και τις πιο
ακατάλληλες μέρες - Μεγάλη Πέμπτη της Aποκαθήλωσης. Για να μπεις μέσα έπρεπε
να κάνεις σχέδιο επί χάρτου, βήματα ένα δύο και τρία. Να μην μιλήσεις καθόλου
μαζί τους, να μην απαντήσεις στις επίμονες ερωτήσεις τους και γενικώς να
περάσεις όσο πιο απαρατήρητος γινόταν. Εκείνη δεν μπόρεσε να περάσει
απαρατήρητη. Ένας κοκκινομούρης γύφτος με γαλαζωπό μάτι και ύφος σατανικής
σκανταλιάς την πλησίασε κουνώντας την παλάμη του επιδεικτικά που τάχα ήρθε στην
εκκλησία τόσο όμορφη να σκανδαλίσει όλα τα γεροντάκια. Επιτάχυνε το βήμα της μα
η περιβολή και ο τρόμος της ήταν ένας άριστος συνδυασμός προσέλκυσης
ενδιαφέροντος. Η μάνα της επέμενε να φορέσει αυτή τη φούσκα στη μέση της
προκειμένου να προκαλέσει εντύπωση στον γιο του νεκροθάφτη, που ήταν
ο πλουσιότερος γαμπρός Βοτανικού και περιχώρων. Το δε πουκάμισο ήταν γεμάτο
δαντέλες αφρούς και στρας, τονίζοντας το τεράστιο στήθος της. Μα η φούσκα ήταν
χειρότερη, κυρίως γιατί την έκανε και ένιωθε ξεκομμένη από την πραγματικότητα
του μισού της σώματος· δεν έβλεπε τι γινόταν εκεί κάτω, αν το βρακί ήταν στη
θέση του, αν χωρούσε να κρυφτεί άνθρωπος. Το τελευταίο απεδείχθη μοιραίο· ο
κοκκινομούρης γύφτος την άρπαξε από το μπράτσο και τη συνόδευσε μες στην
εκκλησία κοιτώντας τη με το γαλαζωπό μάτι βαθιά στο δικό της, αν θυμάμαι καλά,
το μελί. Την κάθισε όπως όπως σε ένα μεγάλο στασίδι στην πιο απόμερη γωνιά του
ναού και κρύφτηκε κάτω από τη φούσκα της την ώρα που ξεκινούσε η θεία μετάληψη. Δούλεψε με τη γλώσσα του και τα δάχτυλά του όλη την περιοχή παραμερίζοντας το εσώρουχό της, ενόσω, μένοντας εκείνος εν βρασμώ και σφαδάζοντας, η φίλη μου χαιρόταν και υπέφερε μαζί. Η οχλαγωγία της ουράς για τη μετάληψη τούς είχε κυριολεκτικά σώσει τα τομάρια.
Όταν βγήκε από εκεί είχε ένα ύφος αλαφιασμένου τρελού. Κοίταξε ολόγυρα και
ύστερα πάνω στον θεόπνευστο τρούλο σαν να ζούσε εκείνη τη σπάνια στιγμή της
αλλαξοπιστίας. Αποσβολωμένος κινήθηκε προς την έξοδο ενώ η φίλη μου, χαμένη και αυτή, μουδιασμένη και παντελώς ανόητη, ήρθε και
κάθισε δίπλα μου την ώρα που τελείωνε το Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης
προσέλθετε. Ξάφνου η ανοησία ασυγκράτητη την ανασήκωσε· με αποφασισμένο το βλέμμα σήκωσε τη
φούσκα και μου ζήτησε να δω τι έχει από κάτω. Ο κόσμος σκανδαλίστηκε. Άρχισαν
φωνές βοές και αφορισμοί. Ίσα που πρόλαβα να της φωνάξω καθώς την απομάκρυνε με
απαράμιλλο θάρρος ο γιος του νεκροθάφτη: το βρακί σου φίλη μου! Το βρακί σου!
Γη, γη, που ιππεύεις το γαϊτανάκι σου προς την εξαφάνιση, κατευθείαν στις ρίζες, πυκνώνοντας τους ωκεανούς σαν πηχτή σος, κακοφορμίζοντας μες στις σπηλιές σου, γίνεσαι αφοδευτήριο. Τα δέντρα σου είναι ανεστραμμένες καρέκλες. Τα λουλούδια σου στενάζουν στους καθρέφτες τους, και δακρύζουν για έναν ήλιο που δεν φοράει μάσκα.
Τα σύννεφα σου ντυμένα στα λευκά, προσπαθώντας να μονάσουν λένε προσευχές εννέα ημερών στον ουρανό. Ο ουρανός είναι κίτρινος με τον ίκτερο του, και οι φλέβες του χύνονται στα ποτάμια εκεί που τα ψάρια γονατίζουν για να καταπιούν τρίχες και κατσικίσια μάτια.
Συνολικά, θα έλεγα, ο κόσμος πνίγεται. Και εγώ, στο κρεβάτι μου κάθε βράδυ, ακούω τα είκοσι παπούτσια μου να συζητούν γι’ αυτό. Και το φεγγάρι, κάτω από τη σκοτεινή του κουκούλα, πέφτει από τον ουρανό κάθε βράδυ, με το πεινασμένο κόκκινο στόμα του να ρουφήξει τις πληγές μου.
AS IT WAS WRITTEN Earth, earth, riding your merry-go-round toward extinction, right to the roots, thickening the oceans like gravy, festering in your caves, you are becoming a latrine. Your trees are twisted chairs. Your flowers moan at their mirrors, and cry for a sun that doesn't wear a mask.
Your clouds wear white, trying to become nuns and say novenas to the sky. The sky is yellow with its jaundice, and its veins spill into the rivers where the fish kneel down to swallow hair and goat's eyes.
All in all, I'd say, the world is strangling. And I, in my bed each night, listen to my twenty shoes converse about it. And the moon, under its dark hood, falls out of the sky each night, with its hungry red mouth to suck at my scars.