Στοά Πατησίων Βερανζέρου
στο τρίγωνο θλίβομαι
μα περπατώ συχνά
με τα χέρια σταυρωμένα πίσω μου
Στέκομαι στη βιτρίνα με τα φτηνά ρολόγια
που δείχνουν όλα την ώρα θανάτου
και το σεντόνι κάθε τόσο σκεπάζει
ψυχρά πρόσωπα
απέναντι όμως κρέμονται
λογιών λογιών κοκάλινοι σκελετοί
γυαλιά ηλίου
γυαλιά μυωπίας
αστιγματισμός και γήρας
Μέσα ένας άσχημος νέος τροχίζει φακούς
έξω στέκεται μια γριά
τρώει σουβλάκι από τη Λειβαδιά
και τραβάει κάθε τόσο το βρακί
από τα πλαδαρά της κωλομέρια
Γυρνώ το κεφάλι και
πέφτω πάνω σε λαθραναγνώστες
πρώτο περίπτερο στην πλατεία
Διαβάζω
η μεγάλη ηθοποιός
ταξίδεψε στην Αμερική
για μια επαναστατική θεραπεία
Φορούσε γυαλιά ηλίου
τη φαντάστηκα να κάνει περίπατο στη Βερανζέρου
ή ο θάνατος είναι το μόνο κακό που θα της συμβεί
Στη Τζωρτζ ο Μανόλης της γειτονιάς
χτυπάει όπως πάντα
την πρέζα της διαφυγής
Η Μόνικα πουλάει τυρόπιτες
ξώβυζα και γυαλιστεροί κορσέδες
στα σκαμπό δυο τρεις λυσσασμένοι
μασούν θρουλισμένες σφολιάτες
καρφώνουν το βλέμμα τους πάνω της
κουνώντας νευρικά το ένα τους πόδι
Παντού μυρίζει μυρωδικά
ρίγανη άτριφτη και κίμινο
θα προχωρούσα ευθεία
μα μεθώ οσμή και άρνη
καταλήγω στη Λέσβο
μια χόρτα, μια φέτα, μπίρα και Άλεν
Την ίδια στιγμή πεθαίνει από έμφραγμα
στο ασανσέρ του πέμπτου ορόφου
ο άνθρωπος που με περιμένει
να έλθω και σήμερα
με τη γύρη των αμάραντων που σάρωσα καθ’ οδόν
στο τρίγωνο που θλίβομαι
μα περπατώ συχνά
στοά Πατησίων Βερανζέρου
Θ., Γυρολόγοι 2020