Ώρα
θανάτου, τα μεσάνυχτα ακριβώς
Έγνοια μου,
την πιο ζεστή μέρα του περασμένου
μήνα μεταξύ υπερήχου και αιμοληψίας έλαβα την επιστολή σου /όταν τη διάβασα η
νοσοκόμα ζήλεψε τόσο την ερωτική προσήλωσή μου στο χαρτί που με κάρφωσε με
μίσος σπάζοντας την τελευταία αρτηρία χαράς /έφυγα σκασμένη και παρόλο που
ετοίμαζα ήδη στο μυαλό μου την απάντηση τελικά τη λησμόνησα /χρειάστηκε να
περάσουν μέρες για να τη θυμηθώ όταν πέταξε μπροστά μου μία πεταλούδα που ξεψυχούσε
χάνοντας έδαφος /προσγειώθηκε στον αριστερό μου ώμο και την πήρα μαζί μου για
έναν τελευταίο περίπατο στον κήπο των πνευμάτων /ιδού λοιπόν
ανόητα ο ρυθμός
σφυροκοπάει στο στήθος
και οι φτέρες δεν ξεχνούν
να χαλούν τον τόπο
καθώς τις παραμερίζω
για να έλθω κοντά σου
χιλιάδες ψυχές
πετούν ανάμεσά μας
/πόση ζωή ανασαίνει
πριν το φιλί μας!
καθώς σκεπτόμαστε στα μάτια μέσα
τον ήχο που κάνουν οι λέξεις
όταν πέφτουν στην άκρη
της γλώσσας∙
σε λίγο θα γευόμαστε λες
αλκοόλ μέντα και λαχτάρα
ντροπή κι αγάπη μονόφορα
αγόγγυστα τον αθθό της αχασιάς
κι ακαμπής ο έρωτας
αθάνατος πιο πάνω
απ’ τον θεό μας
Θα περιμένω με αγωνία την απάντησή σου /στον μακρυσμό η λύπη
μου έχει τους λόγους της /κι όλο μαυρώνουν τα τοπία κι οι ήλιοι δύουν προτού /το όνειρό μου άσεμνα να λιγώσει τις αισθήσεις
μου /που χάνονται λιγόψυχα στις τελεσίδικες γνωματεύσεις
Θ.