Το στόμα μου ανθίζει σαν μαχαιριά.
Αδικήθηκα όλο το χρόνο, ανιαρές
νύχτες, τίποτε άλλο από τραχείς αγκώνες μέσα τους
και κουτιά με απαλά Κλινέξ που φώναζαν κλαψιάρα
κλαψιάρα, ανόητη!
Μέχρι σήμερα το σώμα μου ήταν άχρηστο.
Τώρα σκίζει στις ορθές γωνίες του.
Σκίζει τα γεροντίστικα ρούχα, κόμπο-κόμπο
και δες — Τώρα είναι παντού χτυπημένο με αυτά τα ηλεκτρικά
μπουλόνια.
Μπαμ! Ανάσταση!
Κάποτε ήταν μια βάρκα, όλως ξύλινη
και χωρίς προορισμό, χωρίς αλμυρό νερό από κάτω
χρειαζόταν και λίγη μπογιά. Δεν ήταν τίποτε περισσότερο
από ένα μάτσο σανίδες. Αλλά την ύψωσες, την αρμάτωσες
Τη διάλεξες.
Τα νεύρα μου τεντωμένα. Τα ακούω σαν
μουσικά όργανα. Εκεί που επικρατούσε σιωπή
τα τύμπανα, οι χορδές ανίατα παίζουν. Εσύ το έκανες αυτό.
Καθαρή ιδιοφυΐα στο έργο. Αγαπημένε μου, ο συνθέτης μπήκε
στη φωτιά.
My mouth
blooms like a cut.
I've been
wronged all year, tedious
nights,
nothing but rough elbows in them
and
delicate boxes of Kleenex calling crybaby
crybaby,
you fool!
Before
today my body was useless.
Now it's
tearing at its square corners.
It's
tearing old Mary's garments off, knot by knot
and see —
Now it's shot full of these electric bolts.
Zing! A
resurrection!
Once it was
a boat, quite wooden
and with no
business, no salt water under it
and in need
of some paint. It was no more
than a
group of boards. But you hoisted her, rigged
She's been
elected.
My nerves
are turned on. I hear them like
musical
instruments. Where there was silence
the drums,
the strings are incurably playing. You did this.
Pure genius
at work. Darling, the composer has stepped
into fire.
LOVE POEMS,
1969