Γελωτοποιός έβρισκε πίσω από τ’ αυτιά
των κοριτσιών λουλούδια
που φιλούσε με το στόμα υγρό καθώς
ζητούσε να ρίξουν κέρματα
μέσα στο καπέλο του∙
Δαβίδ έστεκε αν και γυμνός
απορημένος
για τούτη την εποχή
των εναγκαλισμών και των ερώτων
κι ο δρόμος του μουσείου
άδειαζε ξαφνικά
όταν αποσπερνός μετρούσε
τα πέταλα της Χεβρώνας
κι ο αέρας φυσούσε στα πόδια του
χάσμα μύριων εποχών
περασμένων∙
μέσα στο μάρμαρο ανάσαινε
ακόμα τη Βηθσαβεέ
το μέγα αμάρτημά του
μυριαγαπώντας
τα βρεγμένα ρούχα πάνω στα στήθη
τα λουλούδια που άφηνε
φιλιά πίσω από τ’ αυτιά της
Θ.