Τρέχει από κάτω μας το μωσαϊκό
Στις ξέφωτες αυλές
Κάτι πρωινά σχολικής αργίας
Όταν διασταυρώνουμε τις βέργες
Που στερούμε από την κορμοστασιά
Της κληματίδας και του γιασεμιού
Με τα αθώα βλέμματα χιαστί
Να ταράζουν τα ρο και τα ερωτήματα
Και την εκμετάλλευση να μην έχει σύνεση
Ούτε ανάμεσα στις παιχνιδιάρικες ελαφροσύνες
Γιατί πρόσθεσα και την αφή στα ιδρωμένα σου χέρια
Και ρόδισαν τα μάγουλα σαν ώριμες ντομάτες
Τα μάτια στράφηκαν στον ουρανό
Για να μη σπάσει η καρδιά απ’ το πολύ το θάρρος
Μα έτσι φοβισμένο σε θέλω
Και σε τελειώνω εις γνώσιν με χάρη,
Κουθες Κουνά
Κουφί Κουλή Κουθού Κουμέ;
Θ.